ξεσπάθωμα

ξεσπάθωμα
το, -ατος
1. το βγάλσιμο του σπαθιού από τη θήκη, η ξιφούλκηση.
2. μτφ., επίθεση με λόγια και έργα ενάντια σε κάποιον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξεσπάθωμα — το [ξεσπαθώνω] 1. η ξιφούλκηση, το τράβηγμα τού σπαθιού από τη θήκη του 2. μτφ. α) σύντονη ενέργεια για την επίτευξη ορισμένου σκοπού β) ανάληψη έντονης δράσης υπέρ ή κατά ενός προσώπου ή μιας υπόθεσης ή ιδέας …   Dictionary of Greek

  • εκξιφισμός — ἐκξιφισμός, ο (Μ) ξεσπάθωμα …   Dictionary of Greek

  • ξιφούλκηση — ξιφούλκηση, η και ξιφουλκία, η το τράβηγμα του σπαθιού έξω από τη θήκη, το ξεσπάθωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”